- κυριολεχτώ
- κυριολέχτησα, κυριολεχτήθηκα, κυριολεχτημένος1. εκφράζομαι με ακρίβεια, ακριβολογώ.2. το παθ., κυριολεχτούμαι σημαίνει ότι χρησιμοποιούμαι στην κυριολεξία μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.